θαυματουργεῖ

θαυματουργεῖ
θαυμασιουργέω
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
θαυμασιουργέω
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
θαυματουργέω
work wonders
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
θαυματουργέω
work wonders
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θαυματουργώ — θαυματούργησα 1. κάνω θαύματα, μεγαλουργώ: Πολλοί άγιοι της εκκλησίας μας θαυματούργησαν. – Το μηχάνημα αυτό θαυματουργεί. – Η επιστήμη τα τελευταία χρόνια θαυματουργεί. 2. (ειρωνικά), τα κάνω θάλασσα: Η ανοησία του πάλι θαυματούργησε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θαυματουργώ — και θαματουργώ (AM θαυματουργῶ, έω) [θαυματουργός] κάνω θαύματα νεοελλ. 1. έχω άριστα αποτελέσματα, έχω εξαιρετικές επιτυχίες 2. δημιουργώ σκάνδαλα («αυτός όπου πάει θαυματουργεί») αρχ. 1. (πληθ. ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τά τεθαυματουργημένα οι …   Dictionary of Greek

  • θαύμα — Εκδήλωση υπερφυσικής προέλευσης, ορατή και συνεπώς αντιληπτή από τις αισθήσεις, που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με όλη της τη μυστηριώδη δύναμη. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «κάθετι που προκαλεί θαυμασμό». Σύμφωνα με τη δογματική της Ανατ.… …   Dictionary of Greek

  • αθαυματούργητος — αθαυματούργητος, η, ο και αθαματούργητος, η, ο αυτός που δε θαυματουργεί: Άγιος αθαυματούργητος δόξα, τιμή δεν έχει (παροιμ. φρ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”